κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
ὀσφυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].