οτοτοί

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].