ουμανισμός

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ο
ανθρωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. humanismus < λατ. human-itas «ανθρωπότητα, ανθρωπιά, παιδεία» < humanus «ανθρώπινος»].