ουρανοβάμων

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ οὐρανοβάμων, -ονος)
αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο ψηλά από τα επίγεια («ὁ οὐρανοβάμων Παῡλος»)
νεοελλ.
μτφ. αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].