πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
οὐρανοστεγής, -ές (Α)φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» — ο άθλος του να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο-στεγής].