ουρανοστεγής

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

οὐρανοστεγής, -ές (Α)
φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» — ο άθλος του να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο-στεγής].