οφθαλμορραγία
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Greek Monolingual
η
αιμορραγία τών αγγείων του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhagie (< οφθαλμός + -ρραγία < ρήγνυμι), πρβλ. αιμορραγία].