ούζο

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

το
αλκοολούχο ελληνικό ποτό της κατηγορίας τών μπράντυ, που, κατά την παραδοσιακή μέθοδο, παρασκευάζεται με διπλή απόσταξη στεμφύλων που έχουν υποστεί ζύμωση και με προσθήκη αρωματικών υλών, λ.χ. σπερμάτων γλυκάνισου, μάραθου κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ποτό ονομάστηκε έτσι πιθ. από την ιταλ. φρ. uso Μassalia «για χρήση (εμπορική) της Μασσαλίας»].