ούπω

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω)
επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν
νεοελλ.
φρ. α) «ούπω καιρός» — δεν είναι ακόμη ο καιρός
β) «όσον ούπω» — βλ. οσονούπω
αρχ.
(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου.