ούρηση

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

Greek Monolingual

η (Α οὔρησις, ιων. τ. πληθ. οὐρήσιες) ουρώ
η ενέργεια του ουρώ, το κατούρημα
νεοελλ.
φυσιολ. η διαδικασία αποβολής τών ούρων από την ουροδόχο κύστη, διαδικασία που ελέγχεται από νευρικά κέντρα τα οποία βρίσκονται στον νωτιαίο μυελό, στο εγκεφαλικό στέλεχος και στον φλοιό του εγκεφάλου.