οἰχῶρος

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰχῶρος Medium diacritics: οἰχῶρος Low diacritics: οιχώρος Capitals: ΟΙΧΩΡΟΣ
Transliteration A: oichō̂ros Transliteration B: oichōros Transliteration C: oichoros Beta Code: oi)xw=ros

English (LSJ)

οἰκουρός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

οἰχῶρος: «οἰκουρὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

οἰχῶρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκουρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωρος (< ὅρος < ὁρῶ). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].