οὐλοπρόσωπος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
οὐλοπρόσωπον, (οὐλή) with scars on the face, Anatoliusin Cat. Cod.Astr.8(3).188.6.
Greek Monolingual
οὐλοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ουλές στο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλη + πρόσωπον.