οὑπαρήξων

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monotonic

οὑπαρήξων: κράση, αντί ὁ ἐπαρήξων.