ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
πάνωψ: -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, πανόπτης, ὄνομα τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.
-ωπος, ὁ Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. εύωψ].