πάπος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

(I)
ο
η αρσενική πάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπια, κατά τα αρσ. σε -ος].
(II)
ό, Α
βλ. πάππος.