πέπουλο

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

ή πίπουλο, το
ναυτ. το ανώτερο τμήμα του ιστού του πλοίου, κν. γλάρος.