πίεστρο

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το / πίεστρον, ΝΑ
το πιεστήριο
νεοελλ.
1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά.
2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση αιμορραγίας, την παρακώλυση της κυκλοφορίας σε ένα μέλος του σώματος, την πίεση τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον, λύτρον)].