παγοθραύστης
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. όργανο τοποθετημένο στην πρώρα ειδικού πλοίου, το οποίο χρησιμεύει στο σπάσιμο τών πάγων
2. συνεκδ. ειδικό πλοίο που φέρει στην πρώρα του όργανο κατάλληλο να σπάζει πάγους και να ανοίγει δρόμο ανάμεσα από τις παγωμένες επιφάνειες τών θαλασσών, το παγοθραυστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + θραύστης (< θραύω), πρβλ. κυματοθραύστης].