κυματοθραύστης
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
Greek Monolingual
ο
τεχνικό λιμενικό έργο που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από μπετόν οι οποίοι τοποθετούνται είτε μπροστά στον λιμενοβραχίονα είτε παράλληλα προς την ακτή, προκειμένου να προφυλάσσεται το λιμάνι ή ο όρμος από τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης, κρανιοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].