παιδοτόκος

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοτόκος Medium diacritics: παιδοτόκος Low diacritics: παιδοτόκος Capitals: ΠΑΙΔΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: paidotókos Transliteration B: paidotokos Transliteration C: paidotokos Beta Code: paidoto/kos

English (LSJ)

παιδοτόκον, favouring child-birth, Εἰλείθυιαι Orac. ap. Phleg. 37 J.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder gebärend, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν τέκνα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 1. ΙΙ. ὁ εὐνοῶν τὴν παιδοτοκίαν ἢ βοηθῶν κατὰ τὸν τοκετόν, Εἰλείθυιαι Χρησμ. παρὰ Φλέγ. σ. 203, 18.

Greek Monolingual

παιδοτόκος, -ον (ΑΜ)
αυτός που γεννά τέκνα
αρχ.
αυτός που βοηθά κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τόκος (< τόκος < τίκτω)].