παλάγκο

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το, και παλάγκος και μπαλάγκος, ο
1. ναυτ. βαρούλκο, πολύσπαστο
2. φρ. «σότο παλάγκο» — όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο παραλήπτης του φορτίου είναι υποχρεωμένος, αφού ειδοποιηθεί, να παραλάβει έγκαιρα το εμπόρευμα που ξεφορτώνεται στην πλευρά του πλοίου με βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palanco < λατ. phalangae < φάλαγξ.