παλάγκο
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
το, και παλάγκος και μπαλάγκος, ο
1. ναυτ. βαρούλκο, πολύσπαστο
2. φρ. «σότο παλάγκο» — όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο παραλήπτης του φορτίου είναι υποχρεωμένος, αφού ειδοποιηθεί, να παραλάβει έγκαιρα το εμπόρευμα που ξεφορτώνεται στην πλευρά του πλοίου με βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palanco < λατ. phalangae < φάλαγξ.