παλαίμαχος

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

ο
1. παλιός και έμπειρος πολεμιστής
2. μτφ. έμπειρος, επιδέξιος σε οποιονδήποτε τομέα επιστήμης ή τέχνης, βετεράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -μαχος (< μάχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].