Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλαιοπωλείο

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο πωλούνται παλιά, ιδίως μεταχειρισμένα, αντικείμενα, παλιατζήδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].