παλαμάκια

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

τα
επανειλημμένα χτυπήματα της μιας παλάμης πάνω στην άλλη ως ένδειξη επιδοκιμασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. της λ. παλαμ-άκι, υποκορ. του παλάμη.