παλιλλεξίαι

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek (Liddell-Scott)

παλιλλεξίαι: -αἱ, παλιλλογίαι, Κοσμ. Ἱεροσολ. σ. 344, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

παλιλλεξίαι, αἱ (Μ)
επαναλήψεις τών ίδιων λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λεξία (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. δυσλεξία].