παλιογυναίκα

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η, και παλιογύναικο, το
1. κακότροπη, δύστροπη γυναίκα
2. διεφθαρμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γυναίκα].