νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
η, και παλιογύναικο, το
1. κακότροπη, δύστροπη γυναίκα
2. διεφθαρμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γυναίκα].