παλιόπαιδο

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

το
1. παιδί κακότροπο ή κακής διαγωγής
2. θωπευτική προσφώνηση σε αγαπητό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + παιδί].