παματοφαγεῖσται
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek (Liddell-Scott)
παματοφαγεῖσται: τὰ χρήματα, Δὶς οὕτως ἐν Ἐποικ. Λοκρ. γράμμ. ἔκδ. Ἰω. Οἰκ. ς. 16. 19. Ἐξηγήθη ἡ λέξις ὡς σημαίνουσα: δημεύεσθαι, δημόσια εἶναι. Περὶ δὲ τοῦ ἐτύμου αὐτῆς εἰ ἐκ τοῦ πᾶμα καὶ φαγεῖν ἢ ἐκ τοῦ πᾶμα καὶ ἄγειν (μετὰ τοῦ δίγαμ.), ὡς καὶ περὶ τῆς συντάξεως, διαφωνοῦσι πρὸς τὸν πρῶτον ἐκδότην οἱ ὕστεροι. Ἴδε W. Vischer ἐν Rein. Mus. N. F. XXVI, σ. 70 καὶ Allen ἐν Curt Stud. V, σ. 276, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθήσ. Κουμανούδη.