Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πανάωρος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνάωρος Medium diacritics: πανάωρος Low diacritics: πανάωρος Capitals: ΠΑΝΑΩΡΟΣ
Transliteration A: panáōros Transliteration B: panaōros Transliteration C: panaoros Beta Code: pana/wros

English (LSJ)

πανάωρον, = παναώριος (all-untimely, doomed to an untimely end), Epigr.Gr. 313.3 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 457] f. L. für παρήορος bei Aesch. Prom. 363.

Greek (Liddell-Scott)

πανάωρος: -ον, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Σμύρνης, CIG 3344. - Ὑπάρχει μὲν ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἡ λέξ. ἐκ τοῦ Αἰσχύλου Προμηθ. στ. 365, ἀλλ’ ἡ ἀνάγνωσις ἐκεῖ θεωρεῖται ἀμφίβολος, καὶ οἱ ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ G. Hermann, τὴν ὀβελίζουσιν, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη˙ ἴδε παναώριος.

Greek Monolingual

πανάωρος, -ον (Α)
παναώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄωρος].