πανάωρος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
πανάωρον, = παναώριος (all-untimely, doomed to an untimely end), Epigr.Gr. 313.3 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 457] f. L. für παρήορος bei Aesch. Prom. 363.
Greek (Liddell-Scott)
πανάωρος: -ον, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Σμύρνης, CIG 3344. - Ὑπάρχει μὲν ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἡ λέξ. ἐκ τοῦ Αἰσχύλου Προμηθ. στ. 365, ἀλλ’ ἡ ἀνάγνωσις ἐκεῖ θεωρεῖται ἀμφίβολος, καὶ οἱ ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ G. Hermann, τὴν ὀβελίζουσιν, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη˙ ἴδε παναώριος.