τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
τοπλατύ και ρηχό καλάθι, κάνιστρο, κοφίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανάριον < λατ. panarium «θήκη για ψωμί» < λατ. panis «ψωμί»].