πανακηδής

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰκηδής Medium diacritics: πανακηδής Low diacritics: πανακηδής Capitals: ΠΑΝΑΚΗΔΗΣ
Transliteration A: panakēdḗs Transliteration B: panakēdēs Transliteration C: panakidis Beta Code: panakhdh/s

English (LSJ)

πανακηδές, free from all care, σαύρη, of the salamander, prob. in Nic.Al. 538.

Greek Monolingual

πανακηδής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει καμιά φροντίδα, τελείως αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀκηδής.