πανσλαβικός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με όλους του σλαβικούς λαούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σλαβικός].