παντάπασιν

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

French (Bailly abrégé)

v. παντάπασι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς
2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου
αρχ.
βεβαίως, αναμφιβόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].

German (Pape)

παντάπασι.