θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
v. παντάπασι.
ΝΜΑεπίρρ.1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλουαρχ.βεβαίως, αναμφιβόλως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].
= παντάπασι.