παντάπρωτος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντάπρωτος Medium diacritics: παντάπρωτος Low diacritics: παντάπρωτος Capitals: ΠΑΝΤΑΠΡΩΤΟΣ
Transliteration A: pantáprōtos Transliteration B: pantaprōtos Transliteration C: pantaprotos Beta Code: panta/prwtos

English (LSJ)

η, ον, first of all, honorary title at Sparta, IG5(1).501, al.; π. γυνή ib.535.17.

Greek Monolingual

-ώτη, -ον, Α
(ως τιμητικός τίτλος στη Σπάρτη) ο πάντοτε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντῃ / πάντα + πρῶτος].