ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: παντάπρωτος | Medium diacritics: παντάπρωτος | Low diacritics: παντάπρωτος | Capitals: ΠΑΝΤΑΠΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: pantáprōtos | Transliteration B: pantaprōtos | Transliteration C: pantaprotos | Beta Code: panta/prwtos |
η, ον, first of all, honorary title at Sparta, IG5(1).501, al.; π. γυνή ib.535.17.
-ώτη, -ον, Α
(ως τιμητικός τίτλος στη Σπάρτη) ο πάντοτε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντῃ / πάντα + πρῶτος].