παντού

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. σε όλα τα μέρη («παντού κλάψα, παντού αντάρα και παντού ξεψυχισμοί», Σολωμ.)
2. φρ. «παντού τα πάντα» — σ' όλο τον κόσμο συμβαίνουν τα ίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα, κατά το αυτού που (πρβλ. αλλού < άλλος)].