παράβλεψη
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Greek Monolingual
η / παράβλεψις, -έψεως, ΝΜΑ παραβλέπω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραβλέπω
νεοελλ.
εκούσια παραμέληση, αδιαφορία
αρχ.
1. το να κοιτάζει κανείς κάτι με κρυφό ή πλάγιο τρόπο, λοξοκοίταγμα
2. περιφρόνηση, καταφρόνηση.