παράβλεψη

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

η / παράβλεψις, -έψεως, ΝΜΑ παραβλέπω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραβλέπω
νεοελλ.
εκούσια παραμέληση, αδιαφορία
αρχ.
1. το να κοιτάζει κανείς κάτι με κρυφό ή πλάγιο τρόπο, λοξοκοίταγμα
2. περιφρόνηση, καταφρόνηση.