παράπικρος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπικρος Medium diacritics: παράπικρος Low diacritics: παράπικρος Capitals: ΠΑΡΑΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: parápikros Transliteration B: parapikros Transliteration C: parapikros Beta Code: para/pikros

English (LSJ)

παράπικρον, somewhat bitter, Sch.Ar.V.873.

German (Pape)

[Seite 493] etwas bitter, Schol. Ar. Vesp. 873.

Greek (Liddell-Scott)

παράπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον τι πικρός, ὑπόπικρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 873.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πικρίζει λίγο, ο λίγο πικρός.