παράφρονας
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
Greek Monolingual
παράφρων, -ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής
2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φρων (< φρήν, φρενός)].