παρέμφασις
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A signification of words, περὶ παρεμφάσεως, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6, cf. Phalar. Ep.84.4, Apollod.Fr.Hist.102 J., Gal.10.83; ψυχικὴ π. psychical meaning (opp. πρᾶγμα), A.D.Adv.131.23.
II indication, χρονικὴ π. Id.Synt.334.15.
III perversion of meaning, misrepresentation, Phld.Vit.p.38 J.
Greek (Liddell-Scott)
παρέμφᾰσις: ἡ, σημασία τῶν λέξεων, Φάλαρ. 110, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1004. ΙΙ. ἡ γραμματικὴ τροποποίησις τῆς σημασίας ἡ διὰ τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τοῦ προσώπου, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 74, 182, κτλ.· ὅθεν ἐκλήθη ἡ πέμπτη ἔγκλισις, ἀπαρέμφατος, ὁ αὐτ. 225 κἑξ., κτλ.· αἱ δὲ λοιπαὶ ἐγκλίσεις, μάλιστα ἡ ὁριστ., παρεμφατικαί, Διονυσ. Ἁλ. π. Συνθ. 5· - πρβλ. M. Müller’s Chips 4. σ. 31.
Russian (Dvoretsky)
παρέμφᾰσις: εως ἡ грам. грамматическое изменение смысла (вследствие изменения числа или лица).
German (Pape)
[φᾰ], ἡ, das daneben od. dabei Zeigen, Vorstellen, Sp., bes. Gramm.; Bedeutung eines Wortes, Phalar. ep. 110 E.