παρίαμβος
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
ὁ,
A = πυρρίχιος (), Aristid. Quint.1.22, Ter.Maur.1461, etc.
II = παριαμβίς, Phot.
III a kind of harp, Poll.4.59.
German (Pape)
[Seite 522] ὁ, = πυῤῥίχιος, Music. – Ein Saiteninstrument, Poll. 4, 59, wie das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
παρίαμβος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. ἐκ μακρᾶς μιᾶς καὶ βραχειῶν τεσσάρων, χρόνων ἕξ, Diom. ἐν Gram. Lat. ed. Keil ΙΙ, σ. 481.- Terentian. Maur. στ. 1369, 1461, 1467 etc. ἐν Gram. Lat. ed. Keil VI, σελ. 366 κἑξ .- Ἐν δὲ τοῖς εἰς Ἡφαιστίωνα Σχολ. Β´, σ. 131, ἔκδ. Westphal, ἀναγινώσκομεν· «καλεῖται δὲ παρά τισι καὶ παρίαμβος [ὁ πυρρίχιος], ἐπεὶ παρὰ τὰ τέλη τῶν ἰαμβείων μέτρων εὑρίσκεται· ἢ ὅτι πυρρίχιος καὶ ἴαμβος παρά τι ὅμοιοί εἰσι περὶ τὴν ἐσχάτην συλλαβὴν διαλλάσσοντες, ἥτις ἐστὶν ἀδιάφορος ἐπὶ παντὸς μέτρου». Οὕτω συντόμως καὶ ὁ Ἰω. Τζέτζης παρὰ τῷ Gram. An. gr. Ox. III, σ. 304: «τινὲς δὲ τὸν πυρρίχιον παρίαμβον καλοῦσι», Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
ὁ, Α ίαμβος
1. ο πυρρίχιος μετρικός πόδας
2. είδος κιθάρας
3. (κατά τον Φώτ.) «παριαμβίς».