παραδοσιακός

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
σύμφωνος με τα πρότυπα που καθιερώθηκαν από την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοση + κατάλ. -ιακός (πρβλ. ζοχαδιακός)].