παραδρώωσι

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

French (Bailly abrégé)

v. παραδράω.

Greek Monotonic

παραδρώωσι: Επικ. αντί -δρῶσι, γʹ πληθ. του παραδράω.

Russian (Dvoretsky)

παραδρώωσι: эп. 3 л. pl. praes. conjct. к παραδράω.