τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
v. παραδράω.
παραδρώωσι: Επικ. αντί -δρῶσι, γʹ πληθ. του παραδράω.
παραδρώωσι: эп. 3 л. pl. praes. conjct. к παραδράω.