παραλυτέον
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
one must set free from, τινος Pl.Lg.793e, cf. Sor.1.111tit.
Greek (Liddell-Scott)
παραλυτέον: ῥημ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ …, τρυφῆς δ’ ἤδη παραλυτέον κολάζοντα μὴ ἀτίμως Πλάτ. Νόμ. 793Ε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλυτέον, adj. verb. van παραλύω, men moet bevrijden.