παραμιλώ

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

-άω
1. μιλώ πάρα πολύ, είμαι πολύ φλύαρος
2. μιλώ μόνος μου, στον εαυτό μου, μονολογώ
3. λέω ασυνάρτητα λόγια κατά τη διάρκεια του ύπνου μου, παραληρώ.