παραπονιάρικος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
-η, -ο παραπονιάρης
1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός
2. ως ουσ. παραπονιάρης.
επίρρ...
παραπονιάρικα
με παράπονο.