παραπούλι

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

το, και παραπούλα, η
1. κοινή ονομασία είδους κηπευτικού φυτού
2. παροιμ. «καιρός σπέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια» — λέγεται για καταστάσεις που αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη.