παραυτεί

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κρητ. τ. αντί αὐτεί) σ' αυτό το μέρος, αυτού, εδώ.