παρενόχληση
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
η / παρενόχλησις, -ήσεως, ΝΑ παρενοχλώ
η διατάραξη της ησυχίας κάποιου, η ενόχληση κατά την διάρκεια της εργασίας κάποιου
νεοελλ.
στρ. «παρενόχληση του εχθρού» — η παρεμπόδιση τών προσπαθειών του εχθρού με μικρές, σύντομες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις.