παρεπικόπτω
From LSJ
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
Greek Monolingual
Α
ειρωνεύομαι, διακωμωδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐπικόπτω «χτυπώ, κόβω, ειρωνεύομαι»].